- ακυρώνομαι
- ακυρώνομαι, ακυρώθηκα, ακυρωμένος βλ. πίν. 4
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ανταναιρώ — ἀνταναιρῶ ( έω) (Α) 1. σβήνω, εξαλείφω 2. ( ούμαι) ακυρώνομαι αντίστοιχα, απαλείφομαι … Dictionary of Greek
διαπίπτω — (AM) 1. πέφτω ανάμεσα 2. (για ενέργειες) ακυρώνομαι, αποβαίνω ανώφελος αρχ. 1. διαφεύγω, δραπετεύω 2. (για φήμες) διαδίδομαι, εξαπλώνομαι 3. σφάλλω, αποτυγχάνω 4. καταστρέφομαι 5. σαπίζω … Dictionary of Greek
προανταναιρούμαι — έομαι, Α αποσύρομαι προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀνταναιροῦμαι «ακυρώνομαι, απαλείφομαι»] … Dictionary of Greek